- βικτορία
- (victoria).Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, γιγαντιαίων, υδροχαρών φυτών της οικογένειας των νυμφαιιδών (nymphaeaceae), που συναντώνται στους ποταμούς της ζώνης του Ισημερινού και στη νότια Αφρική. Έχουν σαρκώδες, κυλινδρικό ρίζωμα σφηνωμένο μέσα στη λάσπη των ποταμών σαν άγκυρα. Τα τεράστια επιπλέοντα φύλλα τους, με διάμετρο περίπου 2 μ., έχουν την κάτω επιφάνεια αγκαθωτή και τα χείλη ανορθωμένα, έτσι που δίνουν τη μορφή ταψιού. Η επάνω επιφάνεια των φύλλων είναι λεία, πράσινη, γεμάτη από μικρές κοιλότητες που αντιστοιχούν στους πόρους των στομάτων. Τα φύλλα επιπλέουν στο νερό χάρη στο αερόγχυμα και τους αεροφόρους σωλήνες που καλύπτουν την κάτω επιφάνειά τους. Μπορούν να συγκρατήσουν, χωρίς να βουλιάζουν, βάρη αρκετών κιλών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βάρος του ίδιου του φύλλου είναι συνήθως πάνω από 90 κιλά. Τα μεγάλα, επίσης επιπλέοντα άνθη τους (με διάμετρο 40-50 εκ.), έχουν χρώμα ροζ ζωηρό και μοιάζουν με τα άνθη της κοινής νυμφαίας (νούφαρο). Ο καρπός είναι πρασινωπή, αγκαθωτή ράγα, στο μέγεθος του κίτρου, ενώ τα σπέρματα είναι περίπου σαν τα μπιζέλια. Η β., χάρη στην πρωτοτυπία που της δίνει η μεγαλοπρεπής της εμφάνιση, καλλιεργείται συχνά ως βοτανικό περίεργο, σε λίμνες και σε κατάλληλα θερμοκήπια, στους μεγάλους βοτανικούς κήπους της Ευρώπης. Στο γένος β. ανήκουν 2 είδη: η βασιλική (victoria regia) και η κρουζιανή (victoria crusiana).
Dictionary of Greek. 2013.